• Cosmile Europe

    Συστατικά των καλλυντικών: όλες οι πληροφορίες στα χέρια σας

    Καλώς ήρθατε στη βάση δεδομένων συστατικών Cosmile Europe!
    Τα καλλυντικά έχουν μεγάλη σημασία για τους ανθρώπους και παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά μας. Κατά μέσο όρο οι Ευρωπαίοι καταναλωτές χρησιμοποιούν περισσότερα από επτά διαφορετικά καλλυντικά καθημερινά. Κι εσείς; Είναι φυσικό να θέλετε να μάθετε περισσότερα για τα συστατικά αυτών των προϊόντων.

    Στον ψηφιακό κόσμο που ζούμε, υπάρχει ένας κατακλυσμός πληροφοριών για τα καλλυντικά. Ωστόσο, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιες πηγές είναι αξιόπιστες. Η Cosmile Europe είναι μία ευρωπαϊκή βάση δεδομένων συστατικών, η οποία προσφέρει αξιόπιστες, επαληθευμένες και επιστημονικά υποστηριζόμενες πληροφορίες για σχεδόν 30.000 συστατικά που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά.

    Οι πληροφορίες για τα συστατικά που αναγράφονται σε αυτή τη βάση δεδομένων δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση τεκμηρίωση για τους ισχυρισμούς του τελικού καλλυντικού προϊόντος. Για τις μεθόδους τεκμηρίωσης των ισχυρισμών δείτε τις απαντήσεις στις Συχνές Ερωτήσεις, της ενότητας ο Κλάδος.

  • Συντηρητικά στα καλλυντικά

    Τα συντηρητικά είναι συστατικά που προστατεύουν τα καλλυντικά προϊόντα ενάντια στην ανάπτυξη βακτηρίων και μυκήτων. Είναι απαραίτητα και χρησιμοποιούνται σε πολλά διαφορετικά προϊόντα.

    Ορισμένα συντηρητικά που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά μπορεί να βρίσκονται στη φύση, ενώ άλλα είναι συνθετικά.

    Χωρίς συντηρητικά, τα καλλυντικά προϊόντα μπορεί να μολυνθούν, να αλλοιωθούν νωρίτερα και πιθανώς να γίνουν βλαπτικά.

    Είναι σημαντικό να υπάρχει μία ευρεία γκάμα συντηρητικών, γιατί το κάθε ένα από αυτά λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο. Καθώς υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη καλλυντικών προϊόντων μια ποικιλία συντηρητικών χρειάζονται για την προστασία τους από την αλλοίωση.

    Όλα τα συστατικά των καλλυντικών, όπως και τα συντηρητικά, απαιτείται να είναι ασφαλή. Είναι ευθύνη του κατασκευαστή να διασφαλίσει ότι τα συστατικά, συμπεριλαμβανομένων και των συντηρητικών, είναι ασφαλή για χρήση.

    Οι κρατικές υπηρεσίες μπορούν να αναλάβουν δράση εάν έχουν πληροφορίες ότι ένα συντηρητικό ή άλλο συστατικό δεν είναι ασφαλές κατά τη χρήση των καλλυντικών.

  • Αλλεργιογόνα

    Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι ανεπιθύμητων ενεργειών που μπορεί να εμφανιστούν μετά την επαφή με κάποια ουσία: ερεθιστική αντίδραση και αλλεργική αντίδραση. Η ερεθιστική αντίδραση είναι η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια και δεν πρέπει να συγχέεται με την αλλεργική αντίδραση. Εμφανίζεται γρήγορα μετά τη χρήση του προϊόντος με συχνό σύμπτωμα τη φαγούρα. Μετά τη διακοπή της χρήσης του προϊόντος, εξαφανίζεται γρήγορα.

    Η αλλεργική αντίδραση είναι υπερβολική αντίδραση του σώματος σε ουσίες του περιβάλλοντος που είναι αβλαβείς για τους περισσότερους ανθρώπους. Ένα άτομο που είναι αλλεργικό σε μια ουσία μπορεί να είναι ευαισθητοποιημένο σε αυτήν για το υπόλοιπο της ζωής του, ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γίνονται αλλεργικοί στην ίδια ουσία. Ο καθένας είναι διαφορετικός – στο τι θα γίνει κάποιος αλλεργικός καθορίζεται από τα γονίδιά του. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να μην αναπτύξουν ποτέ αλλεργία.

    Η αλλεργία είναι το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ μιας προσωπικής προδιάθεσης και του περιβάλλοντος (αλλεργιογόνο) που οδηγεί σε δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος του ατόμου. Υποδηλώνει δηλαδή μια ανώμαλη, υπερβολική ατομική απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος σε μια ξένη ουσία η οποία στη συνέχεια γίνεται αλλεργιογόνο.

    Για να αναπτυχθεί μια αλλεργία, πρέπει να έχετε έρθει σε επαφή με το αλλεργιογόνο τουλάχιστον δύο φορές.

    Κατά την πρώτη επαφή, το αλλεργιογόνο διεισδύει στο εξωτερικό στρώμα του δέρματος και συνδέεται με τις πρωτεΐνες του δέρματος. Αυτό το σύμπλεγμα μεταφέρεται στον οργανισμό και φτάνει στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυτή είναι η λεγόμενη φάση ευαισθητοποίησης που δεν έχει συμπτώματα αλλά επιτρέπει στο ανοσοποιητικό σύστημα να απομνημονεύσει το συγκεκριμένο αλλεργιογόνο.

    Στην επόμενη επαφή με το ίδιο αλλεργιογόνο, τα λεμφοκύτταρα το αναγνωρίζουν. Σε μερικούς ανθρώπους, τα λεμφοκύτταρα αντιδρούν παράγοντας κυτοκίνες, οι οποίες φλεγμονώδη κύτταρα που προκαλούν με τη σειρά τους τα συμπτώματα στο δέρμα: κνησμό, πόνο, ερυθρότητα, βλατίδες ή κυστίδια. Η αλλεργική δερματίτιδα ξεκινά περίπου 12 έως 48 ώρες μετά την επαφή με το αλλεργιογόνο και μπορεί να επεκταθεί πέρα ​​από την περιοχή επαφής. Με την πάροδο του χρόνου και με διαδοχικές εκθέσεις, τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν.

    Υπάρχει επίσης, η άμεση αλλεργική αντίδραση που εμφανίζεται ξαφνικά, λίγα λεπτά μετά την έκθεση στο αλλεργιογόνο, όπως για παράδειγμα ο αλλεργικός πυρετός που προκαλείται από τη γύρη ή το αλλεργικό άσθμα που προκαλείται από τρίχες ζώων.

    Συνοπτικά, τα αλλεργιογόνα είναι ουσίες ξένες προς το σώμα που μπορούν να προσκολληθούν στις πρωτεΐνες του δέρματος και να προκαλέσουν υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι λοιπόν ένα μεμονωμένο φαινόμενο και λιγότερο ή περισσότερο συχνό στον πληθυσμό, ανάλογα με το αλλεργιογόνο δυναμικό της ουσίας και την έκθεση σε αυτή την ουσία.

    Ορισμένα πολύ γνωστά αλλεργιογόνα του δέρματος είναι το νικέλιο, το λατέξ, ορισμένα φυτά ή ακόμα και ορισμένες φυσικές ή συνθετικές αρωματικές ουσίες.

    Σχεδόν κάθε ουσία έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση σε κάποιον, κάπου. Το σώμα δεν διαφοροποιεί αν κάτι είναι φυσικό ή συνθετικό. Όπως συμβαίνει με τις τροφικές αλλεργίες, μπορεί να μην γνωρίζετε ότι είστε ευαίσθητοι σε ένα συστατικό καλλυντικών μέχρι να δοκιμάσετε ένα προϊόν και να έχετε μια ανεπιθύμητη αντίδραση. Ωστόσο, όταν έχει εντοπιστεί υψηλότερος κίνδυνος αλλεργίας, όπως σε ορισμένες βαφές μαλλιών, το προϊόν φέρει πάντα μια προειδοποιητική ετικέτα και καλούνται οι χρήστες να πραγματοποιήσουν ένα προειδοποιητικό τεστ πριν από την πλήρη εφαρμογή του προϊόντος.

    Το 1999, η Επιστημονική Επιτροπή για την Ασφάλεια των Καταναλωτών εντόπισε 26 αλλεργιογόνα που χρησιμοποιούνται ως αρωματικές ουσίες στα καλλυντικά προϊόντα, ικανά να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις. Η αναφορά τους στον κατάλογο των συστατικών των προϊόντων έγινε υποχρεωτική, όταν βρίσκονται στο προϊόν σε συγκέντρωση μεγαλύτερη από 0,001% σε μη εκπλενόμενα προϊόντα και 0,01% σε εκπλενόμενα προϊόντα.

    Σκοπός του μέτρου αυτού, είναι να ενημερωθούν τα άτομα που γνωρίζουν ότι είναι αλλεργικά σε μία ή περισσότερες από αυτές τις ουσίες, ώστε να αποφεύγουν το προϊόν που την περιέχει.

    Ο κατάλογος των αλλεργιογόνων αναθεωρείται συνεχώς λαμβάνοντας υπόψη την επιστημονική πρόοδο και τις νέες γνώσεις.

    Δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε όλες τις ουσίες στα καλλυντικά που μπορεί να προκαλέσουν μια σπάνια αλλεργική αντίδραση σε κάποιον, όπως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε όλα τα τρόφιμα στα οποία κάποιος μπορεί να είναι αλλεργικός (ξηρούς καρπούς, αυγά, σιτάρι και αλεύρι, μπισκότα, οστρακοειδή, πολλά φρούτα και πολλά κοινά λαχανικά).

    Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να ελέγχετε πάντα τη λίστα συστατικών του καλλυντικού προϊόντος που σκοπεύετε να αγοράσετε ή να χρησιμοποιήσετε για να βεβαιωθείτε ότι δεν περιέχει συστατικά στα οποία είστε αλλεργικοί.

    Εάν παρόλα αυτά αντιμετωπίσετε μία αλλεργική αντίδραση, θα πρέπει να επικοινωνήσετε με τον υπεύθυνο του προϊόντος (γραμμή επικοινωνίας στη συσκευασία) για να σας συμβουλεύσει αλλά και να γνωρίζει τι προκάλεσε το προϊόν. Ο γιατρός σας θα σας παραπέμψει στον ειδικό δερματολόγο, ο οποίος θα διαγνώσει την αιτία και θα σας συμβουλέψει ποιο ή ποια συστατικά πρέπει να αποφεύγετε.

    Τα προϊόντα που αναγράφουν «Υποαλλεργικό» σημαίνει ότι έχουν ελεγχθεί και έχουν μειωμένη πιθανότητα πρόκλησης αλλεργικών αντιδράσεων. Ωστόσο αυτό δεν διασφαλίζει ότι δεν θα προκληθεί ποτέ και σε κανέναν, αλλεργική αντίδραση, όπως έχει εξηγηθεί παραπάνω.

  • Νανοϋλικά

    Η νανοτεχνολογία συγκεντρώνει τις τεχνικές του απείρως μικρού και συνδέεται με την κατανόηση και τον έλεγχο των ιδιοτήτων της ύλης σε νανομετρική κλίμακα. Είναι ένας συναρπαστικός και δυναμικός τομέας της επιστήμης που προσφέρει πιθανά οφέλη για το μέλλον. Έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή νέων υλικών, όπως ανθεκτικά στη φλόγα πλαστικά και υφάσματα και έξυπνες συσκευασίες που μπορούν να διατηρήσουν τα τρόφιμα φρέσκα και ασφαλή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι βιομηχανίες επικοινωνίας, τεχνολογίας, ψυχαγωγίας, ιατρικής και καλλυντικών χρησιμοποιούν τη νανοτεχνολογία και τα νανοϋλικά για να παράγουν προϊόντα, υλικά και θεραπείες που ωφελούν όλους μας.

    Ένα νανόμετρο ισούται με ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου.

    1 μέτρο (m) / 1000 = 1 χιλιοστό (mm)

    1 χιλιοστό (mm) / 1000 = 1 μικρόμετρο (μm)

    1 μικρόμετρο (μm) / 1000 = 1 νανόμετρο (nm)

    Οι νανοδομές (ή νανοαντικείμενα) έχουν μέγεθος από 1 έως 100 νανόμετρα. Το μέγεθος αυτό είναι 10.000 φορές μικρότερο από τη διάμετρο μιας τρίχας και 70 φορές μικρότερο από το μέγεθος ενός ερυθρού αιμοσφαιρίου.

    Τα νανοσωματίδια υπήρχαν πάντα στο περιβάλλον. Τα «φυσικά» νανοσωματίδια παράγονται από την ηφαιστειακή δραστηριότητα ή τις αντιδράσεις φωτοσύνθεσης ή περιέχονται στη σκόνη της ερήμου. Η καύση παράγει νανοσωματίδια. Από τότε που οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τη φωτιά, τα νανοσωματίδια εκλύονται στην ατμόσφαιρα και το φαινόμενο αυτό ενισχύθηκε με τα καυσαέρια των οχημάτων. Τέλος, ο τρίτος τύπος νανοσωματιδίων είναι αυτά που κατασκευάζονται βιομηχανικά σήμερα.

    Στον τομέα των καλλυντικών, οι νανοδομές ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες: νανογαλακτώματα, νανοσώματα και νανοϋλικά.

    • Νανογαλακτώματα: πρόκειται για πολύ λεπτά γαλακτώματα, με μέση διάμετρος σταγονιδίων μικρότερη από 100 nm (ένα γαλάκτωμα είναι ένα εναιώρημα σταγονιδίων ενός υγρού σε ένα άλλο, όπως είναι το γάλα). Χρησιμοποιούνται για την αύξηση της ποσότητας του δραστικού συστατικού, τη βελτίωση της σταθερότητας και της υφής της φόρμουλας.
    • Νανοσώματα: πρόκειται για λιποσώματα των οποίων η μέση διάμετρος είναι μικρότερη από 100 nm (το λιπόσωμα είναι ένα τεχνητό κυστίδιο του οποίου η μεμβράνη αποτελείται από ένα ή περισσότερα στρώματα λιπιδίων). Διαθέτουν την ικανότητα να ενθυλακώνουν και να προστατεύουν ευπαθή δραστικά συστατικά, όπως οι βιταμίνες.
    • Νανοϋλικά: ορίζονται στον Κανονισμό για τα Καλλυντικά ως αδιάλυτα ή βιοανθεκτικά υλικά, που παρασκευάζονται σκόπιμα και έχουν μία ή περισσότερες εξωτερικές διαστάσεις ή εσωτερική δομή, σε κλίμακα από 1 έως 100 nm. Ένα νανοϋλικό είναι ένα υλικό του οποίου τουλάχιστον το 50% των σωματιδίων που το αποτελούν είναι νανοσωματίδια.

    Τα νανογαλακτώματα και τα νανοσώματα, είναι απολύτως συγκρίσιμα, όσον αφορά την ασφάλεια, με τα συμβατικά γαλακτώματα. Αυτά αποσυντίθενται στα συστατικά τους (νερό ή λάδι) κατά την επαφή με το δέρμα και επομένως δεν δημιουργούν πρόβλημα ασφάλειας όταν χρησιμοποιούνται σε καλλυντικά. Η επιστημονική συζήτηση και οι ανησυχίες που σχετίζονται με τη νανοτεχνολογία και ειδικότερα τις νανοδομές επικεντρώνονται ουσιαστικά στα νανοϋλικά.

    Τα συνθετικά νανοϋλικά χρησιμοποιούνται σε μεγάλη ποικιλία προϊόντων: φάρμακα, ηλεκτρονικά συστήματα, τρόφιμα, χημικά, αθλητικά είδη (π.χ. μπαστούνια γκολφ) και καλλυντικά. Ο λόγος είναι ότι οι ιδιότητες μιας ουσίας σε νανομετρική κλίμακα είναι διαφορετικές και προσδίδουν άλλες ιδιότητες στο τελικό προϊόν.

    Στα καλλυντικά, τα νανοσώματα προστατεύουν τα δραστικά συστατικά που είναι ευπαθή, όπως οι βιταμίνες, αυξάνοντας τη σταθερότητά τους και την αποτελεσματικότητα του προϊόντος.

    Το διοξείδιο του τιτανίου σε νανομετρική μορφή χρησιμοποιείται σε προϊόντα αντηλιακής προστασίας επειδή, σε αυτό το μέγεθος, έχει δύο πλεονεκτήματα. Είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό αντηλιακό χάρη στο μέγεθος των σωματιδίων του, μεταξύ 10 και 50 νανόμετρων, που του επιτρέπουν να συμπεριφέρεται σαν ένας μικροσκοπικός καθρέφτης που αντανακλά και απορροφά τις πιο βλαβερές ακτίνες του ήλιου, UVA και UVB. Χρησιμοποιείται ευρέως για περισσότερα από 30 χρόνια σε αντηλιακά προϊόντα, ενώ η μη νανομετρική μορφή δεν απορροφά αυτές τις ακτίνες. Επίσης, δεν αφήνει λευκά σημάδια κατά την επάλειψη στο δέρμα.

    Τα συστατικά σε νανομετρική κλίμακα μπορεί να βελτιώνουν τις οπτικές ιδιότητες, την υφή και τη χρηστικότητα των προϊόντων. Τα νανογαλακτώματα προσφέρουν επίσης τη δυνατότητα μεγάλης περιεκτικότητας σε θρεπτικά έλαια χωρίς το μειονέκτημα της λιπαρής υφής.

    Τα νανοϋλικά είναι ασφαλή. Οι κανονισμοί απαιτούν τα καλλυντικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά να είναι ασφαλή όταν εφαρμόζονται υπό κανονικές ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης. Όλα τα καλλυντικά προϊόντα υπόκεινται σε αξιολόγηση ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που περιέχουν νανοϋλικά. Η ασφάλεια των καλλυντικών προϊόντων είναι η κορυφαία προτεραιότητα της βιομηχανίας καλλυντικών. Τα καλλυντικά προϊόντα και τα συστατικά τους, συμπεριλαμβανομένων των νανοϋλικών, υπόκεινται σε κανονιστικές ρυθμίσεις και υποβάλλονται σε αυστηρές δοκιμές και αξιολόγηση ασφάλειας. Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι τα νανοϋλικά δεν διαπερνούν τον φραγμό του δέρματος, ακόμη και σε περίπτωση επιφανειακής αλλοίωσης του.

    Η βιομηχανία καλλυντικών είναι ο πρώτος κλάδος που έχει υιοθετήσει ειδικούς κανονισμούς για τα νανοϋλικά. Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός Καλλυντικών 1223/2009 της 30ης Νοεμβρίου 2009 εισήγαγε ένα σύστημα ρύθμισης των νανοϋλικών.

    • Στον κατάλογο των συστατικών που υπάρχει στη συσκευασία των προϊόντων, μετά το όνομα του συστατικού προστίθεται η αναφορά [nano], όταν αυτό το συστατικό είναι νανοϋλικό.
    • Τα νανοϋλικά που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά, ελέγχονται πριν από τη χρήση τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ασφάλεια των Καταναλωτών (Scientific Committee for Consumer Safety, SCCS). Μέχρι σήμερα, 5 ουσίες σε νανομετρική μορφή, έχουν εγκριθεί για χρήση στα καλλυντικά προϊόντα σε νανομορφή. Τέσσερα αντηλιακά φίλτρα UV: Titanium Dioxide, Zinc Oxide, Methylene Bis-Benzotriazolyl Tetramethylbutylphenol, Tris-biphenyl Triazine και μία χρωστική: carbon black.
    • Κάθε εταιρεία που επιθυμεί να διαθέσει στην αγορά ένα προϊόν που περιέχει νέο νανοϋλικό πρέπει να ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έξι μήνες πριν από την κυκλοφορία του. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η τελευταία μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής για την Ασφάλεια των Καταναλωτών.
  • Ενδοκρινικοί διαταράκτες

    «Ενδοκρινικός διαταράκτης» είναι ο όρος που δίνεται σε ορισμένες χημικές ουσίες που φέρεται να δρουν ως ή να παρεμβαίνουν στις ανθρώπινες ορμόνες στο σώμα και να οδηγούν σε επιβλαβείς επιπτώσεις.

    Ο ορισμός του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), είναι: «μια εξωγενής ουσία ή μείγμα που μεταβάλλει τη λειτουργία(ες) του ενδοκρινικού συστήματος και κατά συνέπεια προκαλεί δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία σε έναν άθικτο οργανισμό ή στους απογόνους του, ή (υπο)πληθυσμούς».

    Τα ενδοκρινικά συστήματα είναι συστήματα σε μόνιμη ισορροπία/ανισορροπία. Ένας μεγάλος αριθμός ουσιών μπορεί να τροποποιήσει προσωρινά την ισορροπία αυτών των ενδοκρινικών συστημάτων χωρίς να τα αλλοιώσει με μόνιμο ή ανεπιθύμητο τρόπο – όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του νερού ή του καφέ. Ομοίως, λαμβάνουμε εθελοντικά «ενδοκρινικούς διαταράκτες», όπως το αντισυλληπτικό χάπι.

    Επομένως, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των ουσιών που έχουν προσωρινή και αναστρέψιμη επίδραση στο ενδοκρινικό σύστημα και εκείνων που προκαλούν ανεπιθύμητες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις.
    Αυτά περιλαμβάνουν χημικές ουσίες που φέρεται να παρεμβαίνουν στις ορμόνες του φύλου (ειδικά τα οιστρογόνα). Αυτή είναι μια ευρεία ομάδα που περιλαμβάνει ορισμένες ουσίες που ταξινομούνται ως ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι (POPs), όπως PCB, διοξίνες, DDT και χλωριωμένα φυτοφάρμακα.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενδοκρινική διαταραχή είναι μια σημαντική ανησυχία όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον.

    Σε αντίθεση με ότι μπορεί να πιστεύεται γενικώς, οι επιδράσεις των ενδοκρινικών διαταρακτών λαμβάνονται ήδη υπόψη στην αξιολόγηση της ασφάλειας των συστατικών και του καλλυντικού προϊόντος.

    Στο πρώτο επίπεδο, η Επιστημονική Επιτροπή για την Ασφάλεια των Καταναλωτών (SCCS) που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως μια ομάδα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, αξιολογεί την ασφάλεια των ουσιών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί το σύνολο της υπάρχουσας επιστημονικής βιβλιογραφίας και ζητά, εάν κριθεί απαραίτητο, πρόσθετα στοιχεία. Τα συμπεράσματά της εκδίδονται με τη μορφή «γνωμοδότησης», στην οποία προτείνει τον τρόπο χρήσης των συστατικών στα καλλυντικά ή την απαγόρευσή τους. μια πλήρη απαγόρευση. Οι Γνωμοδοτήσεις οδηγούν σε Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η SCCS ενσωματώνει δεδομένα για ενδοκρινικούς διαταράκτες στις γνωμοδοτήσεις της εδώ και αρκετά χρόνια.

    Στο δεύτερο επίπεδο, ο αξιολογητής ασφάλειας των προϊόντων λαμβάνει υπόψη την επίδραση των ενδοκρινικών διαταρακτών. Οι εταιρείες αναθέτουν σε έναν εξειδικευμένο επιστήμονα να αξιολογήσει την ασφάλεια κάθε νέου προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα και τις παραμέτρους χρήσης (περιοχή έκθεσης, συχνότητα έκθεσης κλπ.) και τον χρήστη (μωρά, έγκυες γυναίκες, ηλικιωμένοι). Οι αποδείξεις της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του προϊόντος συγκεντρώνονται στο αρχείο πληροφοριών του προϊόντος, το οποίο είναι διαθέσιμο προς έλεγχο από τις Αρχές. Ένα καλλυντικό προϊόν που δεν πληροί τις απαιτήσεις όσον αφορά την ασφάλεια αποσύρεται από την αγορά κατόπιν αιτήματος των αρχών.

    Ορισμένα συστατικά που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά θεωρείται ότι είναι «ενδοκρινικοί διαταράκτες» επειδή έχουν τη δυνατότητα να μιμούνται την ορμόνη οιστρογόνο, όπως ορισμένες φθαλικές ενώσεις, φίλτρα UV και parabens. Ωστόσο, μόνο και μόνο επειδή κάτι έχει τη δυνατότητα να μιμηθεί μια ορμόνη δεν σημαίνει ότι διαταράσσει το ενδοκρινικό σύστημα. Πολλές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών, μπορεί να μιμούνται τις ορμόνες, αλλά πολύ λίγες, και ως επί το πλείστον ισχυρά φάρμακα, έχει αποδειχθεί ότι προκαλούν διαταραχή του ενδοκρινικού συστήματος.

    Οι αποκαλούμενοι «ενδοκρινικοί διαταράκτες» (στην πραγματικότητα ενδοκρινικοί μιμητές) βρίσκονται σε αφθονία στη φύση. Τους καταναλώνουμε με το φαγητό σε συγκεντρώσεις πολλά εκατομμύρια φορές μεγαλύτερες από ό,τι στα καλλυντικά. Τέτοιες ουσίες είναι τα φυτοοιστρογόνα, ενώσεις που μοιάζουν με οιστρογόνα και βρίσκονται στα φυτά. Στη διατροφή μας είναι για παράδειγμα τα λάχανα και τα φασόλια σόγιας. Ωστόσο, δεν έχουν συσχετιστεί αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία με αυτές τις διατροφικές συνήθειες.

  • Μικροπλαστικά

    Τα πλαστικά ορίζονται ως συνθετικά αδιάλυτα στο νερό πολυμερή που μπορούν να μορφοποιηθούν, να εξωθηθούν ή να μετατραπούν φυσικά σε διάφορες στερεές μορφές που διατηρούν τα καθορισμένα σχήματά τους στις προβλεπόμενες εφαρμογές τους (δηλαδή χρήση και απόρριψη).

    Ο όρος μικροπλαστικά αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος μικροσκοπικού, στερεού πλαστικού σωματιδίου ή ίνας που βρίσκεται ως απόρριμμα στους ωκεανούς και σε άλλες υδάτινες οδούς. Τα μικροπλαστικά συνήθως ξεκινούν ως μεγαλύτερα κομμάτια πλαστικών υπολειμμάτων, όπως πλαστικές συσκευασίες, φίλτρα τσιγάρων, ελαστικά αυτοκινήτου ή συνθετικά υφάσματα που διασπώνται σε μικροσκοπικά κομμάτια με την πάροδο του χρόνου. Αυτά τα σωματίδια και οι ίνες έχουν διάμετρο 5 χιλιοστά ή λιγότερο και δεν διαλύονται στο νερό. Τα μικροπλαστικά που προέρχονται από τη διάσπαση μεγαλύτερων πλαστικών απορριμμάτων ονομάζονται «δευτερεύοντα μικροπλαστικά», ενώ τα σωματίδια που αναπτύσσονται σκόπιμα ως μικρά πλαστικά σωματίδια ονομάζονται «πρωτεύοντα μικροπλαστικά».

    Τα πλαστικά μικροσφαιρίδια που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά, είναι ένας τύπος πρωτογενούς μικροπλαστικού. Ως πλαστικά μικροσφαιρίδια ορίζονται οποιαδήποτε σκόπιμα προστιθέμενα, αδιάλυτα στο νερό, στερεά πλαστικά σωματίδια (μεγέθους 5 mm ή λιγότερο) που χρησιμοποιούνται για απολέπιση ή καθαρισμό σε εκπλενόμενα προϊόντα προσωπικής φροντίδας. Τα πλαστικά μικροσφαιρίδια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά απολεπιστικά για την απομάκρυνση των ξηρών, νεκρών κυττάρων από την επιφάνεια του δέρματος και αφήνουν ένα καθαρό, λείο δέρμα.

    Τα πλαστικά απορρίμματα στο θαλάσσιο περιβάλλον μπορούν να βλάψουν τα οικοσυστήματα και να καταναλωθούν από τη θαλάσσια ζωή, ωστόσο δεν υπάρχει έρευνα που να το αποδεικνύει ή στοιχεία που να συμπεραίνουν ότι τα μικροπλαστικά αποτελούν απειλή για τον άνθρωπο. Μια προτεινόμενη θεωρία είναι ότι τα μικροπλαστικά σωματίδια και οι ίνες λειτουργούν ως μέσο μεταφοράς ουσιών που ονομάζονται επίμονοι οργανικοί ρύποι (POPs) στο περιβάλλον, οδηγώντας σε αύξηση της έκθεσης της υδρόβιας και της θαλάσσιας ζωής σε τοξικούς ρύπους. Ωστόσο, η δράση για την αντιμετώπιση των πλαστικών θαλάσσιων απορριμμάτων πρέπει να αντιμετωπίζει τις κύριες πηγές τους για να είναι αποτελεσματική και ειδικά τα μεγάλα πλαστικά απορρίμματα που σχηματίζουν τεράστια νησιά στους ωκεανούς. Αυτά βλάπτουν την άγρια ζωή, είτε παγιδεύοντάς την είτε κατά την κατάποση και την διάσπαση σε μικροπλαστικά. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο ζήτημα, το οποίο απαιτεί από όλους τους ενδιαφερόμενους σε όλο τον κόσμο να ενωθούν για να βρουν λύσεις βασισμένες στην επιστήμη και τα στοιχεία.

    Τα μικροσφαιρίδια από τα καλλυντικά αποτελούν μία πολύ μικρή δυνητική συμβολή στα συνολικά μικροπλαστικά απορρίμματα. Μια μελέτη του 2012 υπολόγισε ότι η πιθανή συνεισφορά των ευρωπαϊκών καλλυντικών κυμαίνεται μεταξύ 0,1% και 1,5% της συνολικής ποσότητας πλαστικών απορριμμάτων στο υδάτινο περιβάλλον. Η συνεισφορά μειώθηκε σημαντικά μεταξύ 2012 και 2015 ως αποτέλεσμα των εθελοντικών δεσμεύσεων του κλάδου.

    Προσοχή: από το όνομα του συστατικού στην ετικέτα, δεν μπορεί να προσδιοριστεί εάν το προϊόν περιέχει μικροπλαστικό ή όχι. Για παράδειγμα, το πολυαιθυλένιο είναι ένα συστατικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε στερεή μορφή (μικροπλαστικό) ή σε υγρή μορφή. Τα πλαστικά είναι όλα πολυμερή αλλά όλα τα πολυμερή δεν είναι πλαστικά ή μικροπλαστικά. 

    Πολλές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν πλαστικά μικροσφαιρίδια τα αντικαταστούν με μικροσφαιρίδια από κερί μέλισσας, κερί από πίτουρο ρυζιού, κεριά jojoba, άμυλα από καλαμπόκι, ταπιόκα και καρναούμπα, φύκια, πυρίτιο, άργιλο και άλλα φυσικές ενώσεις.

    Τον Οκτώβριο του 2015, η Cosmetics Europe συνέστησε στα μέλη της να διακόψουν, έως το 2020, τη χρήση συνθετικών, στερεών, πλαστικών σωματιδίων (μικροσφαιριδίων) που χρησιμοποιούνται για απολέπιση και καθαρισμό, τα οποία είναι μη βιοδιασπώμενα στο υδάτινο περιβάλλον, παρά τον εξαιρετικά μικρό ρόλο που παίζουν στη ρύπανση του περιβάλλοντος. 

    Το 2018, η αποτελεσματικότητα της σύστασης της Cosmetics Europe και της εθελοντικής δράσης του κλάδου επιβεβαιώθηκαν, καθώς το 97,6% των πλαστικών μικροσφαιριδίων για σκοπούς απολέπισης και καθαρισμού στα καλλυντικά, καταργήθηκαν σταδιακά μεταξύ 2012 και 2017.

    Ο κλάδος δεσμεύεται για ένα πιο βιώσιμο μέλλον και συνεχίζει τις προσπάθειες για την εξεύρεση πραγματικών λύσεων για τα πλαστικά απορρίμματα στο θαλάσσιο περιβάλλον, προς όφελος των καταναλωτών και της φύσης.